συγχερσεύω

συγχερσεύω
Α
(για τόπο) γίνομαι ξηρός και άγονος, ερημώνομαι και αχρηστεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χερσεύω «γίνομαι άγονος και έρημος» (< χέρσος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”